- σύστοιχος
- σύστοιχοςbelonging to the same columnmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύστοιχος — η, ο / σύστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια τάξη με κάποιον άλλο, παράλληλος, ομοταγής («πῡρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «σύστοιχοι πόδες» ή «σύστοιχα μέλη» (σχετικά με τετράποδα ή… … Dictionary of Greek
σύστοιχος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια πλευρά με κάποιον άλλο: Σύστοιχα μέλη κάποιου ζώου. 2. «σύστοιχο αντικείμενο», αυτό που φανερώνει το περιεχόμενο της ενέργειας του ρήματος και παράγεται από την ίδια ρίζα με το ρήμα, π.χ.:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συστοίχως — σύστοιχος belonging to the same column adverbial σύστοιχος belonging to the same column masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστοιχον — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem acc sg σύστοιχος belonging to the same column neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστοίχοις — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστοίχου — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστοίχους — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστοίχων — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστοίχῳ — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστοιχα — σύστοιχος belonging to the same column neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)